χημειοδέκτης

χημειοδέκτης
ο, Ν
βιολ. αισθητήριο όργανο ή κύτταρο που δέχεται χημικά ερεθίσματα, αλλ. χημειοϋποδοχέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chemoreceptor < chemo- (πρβλ. χημει[ο]-) + receptor «δέκτης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χημειοδεκτικός — ή, ό, Ν [χημειοδέκτης] φρ. «χημειοδεκτικά κύτταρα» βιολ. κύτταρα εξειδικευμένα στην παραλαβή χημικών ερεθισμάτων …   Dictionary of Greek

  • χημειοϋποδοχέας — ο, Ν βιολ. ο χημειοδέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χημεία + υποδοχέας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”